φιλίτια

φιλίτια
φιλίτια
neut nom/voc/acc pl
φιλίτιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλιτίοις — φιλίτια neut dat pl φιλίτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιτίων — φιλίτια neut gen pl φιλίτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιτιανός — ὁ, Α (στη Σπάρτη) αυτός που μετέχει στα κοινά σιτηρέσια, στα φιλίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια. «συσσίτια» + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρθεν ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • Syssitia — The syssitia (in Classical Greek Polytonic|τὰ συσσίτια / ta syssítia ) was, in Ancient Greece, a common meal for men and youths in social or religious groups, especially in Crete and Sparta, though also in Megara in the time of Theognis (6th… …   Wikipedia

  • τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… …   Dictionary of Greek

  • φιδίτης — και φειδίτης, ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, α, Α μέλος φιδιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. ίτης* (πρβλ. θιασ ίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ , το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ …   Dictionary of Greek

  • φιλίτιον — τὸ, Α 1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον* 2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. τού φιδίτιον και έχει… …   Dictionary of Greek

  • φιλιτιανά — τὰ, Μ μέτρα διανομής σιτηρεσίου σε στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια «συσσίτια» + κατάλ. ιανά, ουδ. πληθ. τού ιανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”